Λέων Τόλστοι
"Ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Ο πόνος δυνάμωσε πάλι, εκείνος όμως δε σάλεψε, δε φώναξε. Έλεγε μέσα του: “Άντε πάλι, χτύπα λοιπόν! Μα γιατί; Τι σου έκανα, γιατί;”.
Έπειτα ησύχασε, έπαψε όχι μόνο να κλαίει αλλά και να ανασαίνει, και βάλθηκε πολύ προσεκτικά να αφουγκράζεται όχι μια φωνή που μιλούσε με ήχους, αλλά τη φωνή της ψυχής, την πορεία των σκέψεων που αναδύονταν μέσα του.
“Τι χρειάζεσαι;” ήταν η πρώτη σαφής, ικανή να εκφραστεί με λόγια έννοια που άκουσε. “Τι χρειάζεσαι; Τι χρειάζεσαι;” επαναλάμβανε μέσα του. “Τι; Να μην υποφέρω. Να ζήσω” αποκρίθηκε.
Και πάλι συγκέντρωσε όλη του την προσοχή με τόση ένταση που ούτε καν ο πόνος δεν μπορούσε να τον αποσπάσει από το έργο του.
“Να ζήσεις; Πώς να ζήσεις;” ρώτησε η φωνή της ψυχής.
“Ναι, να ζήσω όπως ζούσα πριν: ωραία, ευχάριστα”.
“Πως ζούσες πριν, ωραία και ευχάριστα;” ρώτησε η φωνή. Και τότε εκείνος άρχισε να αναπολεί τις καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του. Αλλά -τι παράδοξο!- όλες εκείνες οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής τώρα του φαίνονταν ολότελα διαφορετικές απ' ό,τι τότε. Όλες, εκτός από τις πρώτες θυμησές των παιδικών του χρόνων. Τότε, στα παιδικά του χρόνια, υπήρχε κάτι πραγματικά ευχάριστο, θα μπορούσε να το κάνει να ξαναγυρίσει. Όμως ο άνθρωπος που είχε δοκιμάσει αυτές τις χαρές δεν υπήρχε πια. Έμοιαζε με την ανάμνηση κάποιου άλλου.
Από τη στιγμή όμως που άρχισε αυτό το οποίο διαμόρφωσε τον τωρινό Ιβάν Ιλίτς, όλα όσα τότε φάνταζαν χαρές τώρα διαλύονταν μπροστά στα μάτια του και μεταλλάσσονταν σε κάτι τιποτένιο και αηδιαστικό.
Και όσο απομακρυνόταν από τα παιδικά του χρόνια, όσο πλησίαζε στο παρόν, τόσο πιο ασήμαντες και αμφίβολες γίνονταν οι χαρές. Αυτό ξεκινούσε από την Αυτοκρατορική σχολή του Δίκαιου. Εκεί υπήρχε ακόμα κέφι, υπήρχε φιλία, υπήρχαν ελπίδες. Στις μεγάλες τάξεις όμως ήταν πια σπάνιες αυτές οι όμορφες στιγμές. Έπειτα, την εποχή που άρχισε να υπηρετεί το κυβερνείο, υπήρχαν πάλι ευχάριστες στιγμές: ήταν οι αναμνήσεις της αγάπης για τη γυναίκα του. Ύστερα όλα πήγαν στραβά, και οι καλές μνήμες λιγόστεψαν. Αργότερα, οι όμορφες μνήμες λιγόστεψαν ακόμα περισσότερο, κι όσο προχωρούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και πιο αραιές.
Ο γάμος... ήρθε τόσο αναπάντεχα, κι ακολούθησε απογοήτευση - το στόμα της γυναίκας του που μύριζε, ο αισθησιασμός, η υποκρισία! Κι εκείνη η νεκρή υπηρεσία, και οι έγνοιες για τα λεφτά, και να κυλάνε έτσι ένα, δυο, δέκα, είκοσι χρόνια, κι όλο τα ίδια και τα ίδια. Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε η νέκρα. Σαν να κατέβαινα με σταθερό βήμα από ένα βουνό, ενώ εγώ φανταζόμουν ότι σκαρφάλωνα σ' αυτό. Αυτό ήταν. για την κοινή γνώμη, εγώ σκαρφάλωνα το βουνό, ενώ σιγά σιγά κάτω από τα πόδια μου γλιστρούσε κι έφευγε η ζωή... Και τώρα όλα τέλειωσαν, εμπρός, πέθανε λοιπόν!
Τι σημαίνει αυτό; Γιατί; Δε γίνεται. Μπορεί να είναι τόσο παράλογη, τόσο αηδιαστική η ζωή; Κι αν όντως είναι τόσο παράλογη και αηδιαστική, τότε γιατί να πεθαίνει κανείς, και μάλιστα υποφέροντας; Κάτι δεν πάει καλά.
“Μήπως δεν έζησα όπως όφειλα να ζήσω;” ήταν η σκέψη που του πέρασε ξαφνικά από το μυαλό.