Νίκος Τσιφόρος
Ο κόσμος ο
καλός
Είναι δύο
Γιώργηδες. Ο Γιώργης «ο βαρύς» και ο Γιώργος «ο αλαφρύς». Ο Γιώργης ο βαρύς,
έχει υπόληψη και έχει δίψα. Θέλει να πιεί. Αλλά δεν υπάρχει, ούτε καπνιά. Λέει
ο Γιώργης ο βαρύς:
-Φερ’ ένα
ούζο!
Λέει ο
αλαφρύς:
-Θα μ’
αφήσεις μια τζούρα;
Λέω εγώ:
-Τζούρα; Τι πα
να πει;
Εξηγεί ο
Γιώργης ο βαρύς:
Τζούρα θα
πει το ρέστο. Το υπόλοιπο. Λιγουλάκι, που λένε. Ένεκα που δεν κοτάς να
γουστάρεις το ούζο σου. Πρέπει να πλακώσει ο μαχαλάς να γυρεύει τη ρέφα του.
Ένεκα που τέτοιος είναι ο ντουνιάς. Πέφτουνε πατίρηδες και ζητάνε από τους έχοντες.
Ένεκα που καλά λένε πως πάμε κατά διαόλου. Ένεκα που δεν έχει ρε συ τζούρα και
μη μου γίνεσαι κολλητό γραμματόσημο!!
Ο Γιώργης ο
βαρύς είναι αξιοσέβαστο πρόσωπο. Τον έχει πολύ εκτιμήσει «της Τρούμπας η
κενωνία ολόκληρη». Στου δόχτορα μπαίνει, βγαίνει, διατάσσει. Ειν’ ο παράγων.
-Εγώ που με
βλέπεις, καμαρώνει, βαστάω από σπίτι σκεπαστό.
Είν’ από
σόι.
-Ένεκα που
μικρός εγώ, ο γέρος βαστιότανε. Φτιάναμε, η γριά μου μελομακάρουνο και
βασιλόπιτα, ξέρω και γαλλικά.
-Όχι δα!
-Αμέ. Ζε…
μουά παρλέ φρανσαί, έξτρα πρίμα γκουτ! Ένεκα που ‘χα δασκάλα μικρός. Λε ζαρντέν
ντε μα τάντ. Έχω τον της θείας μου. Τα θυμάμαι ξουράφι.
-Μπράβο.
-Όχι τι;
-Και πως;…
-Κατηφόρα;
Να σου πω. Πεθαίνει ο γέρος. Ήμουνα δεκάξι χρονών. Πεθαίνει, το λοιπόν, ο
γέρος, παγώνει, πέφτουνε τ’ αδρέφια του, οι μπαρμπάδες, τρώνε τη δουλειά. Στο
δρόμο εγώ. Πάει κι η γριά, ένεκα η καρδιά της, να με ριγμένος κανονικά, έναν
παρά πίσω. Ε! Κάτι παρέες, κάτι αμυαλιές, παιδί πράμα, φτάσαμε να τα πίνουμε
στου Δόχτορα.
-Ναι, αλλά
δεν μοιάζεις με τους άλλους.
-Ένεκα που
δεν τρώω κιμωλία.
-Κιμωλία;
-Σκόνη,
κατάλαβες; Πρέζες και τέτοια. Μακράν εμού το ποτήριον. Μακράν κι αν είσαι. Κι
ύστερα. Τα γράμματα.
-Τα ποια;
-Μαρμάρωσε.
Ο πάσα κερατάς πουλάει ό,τι έχει. Ο κουλουρτζής κουλούρια. Ο πουκαμισάς
πουκάμισο. Εγώ πουλάω γράμματα. Ξέρω πολλά.
-Πήγες
σχολείο;
-Δαρείου και
Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο. Τα θυμάμαι, το βλέπεις! Ούλοι τούτοι είναι
αχλάδια. Ό,τι θέλουνε, από επιστολή μέχρι αναφορά, μέχρι λέγειν που λένε, εγώ ‘μαι ο δάσκαλος. Και πέφτουνε. Δυο, τρία,
τέσσερα κούτσουρα.
-Κούτσουρα
τι είναι;
-Τάλαρα. Άσε
και τον τρόπο τον καλό.
-Ποιον τρόπο;
-Γουστάρεις,
να πούμε, να μπεις σε σπίτι. Πρέπει να ντυθείς, να μιλήσεις, να πιάσεις το
κουτάλι. Ποιος θα σ’ τα δείξει; Εγώ θα σ’ τα δείξω.
-Δάσκαλος
καλής συμπεριφοράς;
-Αμέ! Τις άλλες
ο Λουλουδάκιας με τον Μεμά, κονομήσανε προσκλήσεις για σουπέ. Λέει ο Μεμάς: «την
ψήσαμε, θα μπούμε στις κότες, θα φάμε κανά στενάχωρο, κανά βραχιόλι, κανά γιορντάνι».
Ένεκα που ο Μεμάς έχει χεράκι μαϊστράλι. Σε κλέβει και λες μερσί για το χάδι.
-Λοιπόν;
-Έρχουνται.,
με βρίσκουνε, τα κανονίζω. Νοικιάζω μπακαλιαράκια, τους ντύνω βιτρίνα. «Θα
έρθεις κι εσύ», κάνει ο Λουλουδάκιας. «Τρία μερτικά». Εντάξει, ντύνουμαι κι
εγώ, παίρνω και την ταμπακιέρα μου την ασημένια, βάζω και μουρουνόλαδο στο
μαλλί, φίνα.
-Και πήγατε;
-Αμέ. Καλός
κόσμος. Φαΐ, ασημικό, μουσική. Λε ζαρντέν ντε μα τάντ. Λαγωνικά ο Μεμάς να
πέσει στην ξάφρα, τσίλιες ο Λουλουδάκιας, εγώ πια έπεσα στον κόσμο μου, κόρτε
και μάσα, έπαιζε και βαλσάκι η μουσική, λέω σε μια γκόμενα: «Καπνίζετε;»
Κάπνιζε. Λέω: «Χορεύετε;» Χόρευε. Λέω: «Πίνετε;» Έπινε. Απ’ όλα έκανε, καλή
γκόμενα, είχε κι άντρα τράγο, μπανκιέρη.
-Πέρασες
καλά!
-Δε πρόλαβα.
Δίνει σινιάλο ο Μεμάς: «φάγαμε χρυσαφικό, τουμπεκί και στρίβουμε».
-Τα
κατάφερε;
-Καλλικάντζαρος.
Εραστοτέχνης. Βγαίνουμε στο δρόμο, δείχνει το πράμα. Το κοιτάει ο Λουλουδάκιας,
το ξανακοιτάει, τον φασκελώνει. «Ρε νυχτερίδα», του λέει, «αυτό είναι παραμύθι».
-Τι
παραμύθι;
-Ψεύτικο. Το
φόραγε μια καμαρωτή, τη δάγκωσε ο Μεμάς. «Την πήρα γι’ αριστοκράτισσα», λέει. «Και
τι αληθινό έχουνε πάνου τους οι αριστοκράτισσες;» τον ξαναφασκελώνει ο
Λουλουδάκιας.
-Σας γέλασε.
-Ασ’ τα.
Λέει ο Μεμάς, ένεκα που έτρωγε το μουστάκι του απ’ το καψουριλίκι. «Πιάστε
τσιγάρο». Κάνω να βγάλω τσιγάρο, εδώ ταμπακέρα; Εκεί ταμπακέρα; Πουθενά
ταμπακέρα. «Αμάν», το ανθίστηκα, «μου την έφαγε η κυρά του τράγου».
-Στην
έκλεψε;
-Αμέ.
-Κι ύστερα;
-Τίποτα. Δε
θύμωσα. Ένεκα που ήτανε κόσμος καλός. Άμα δεν κλέψει ο κόσμος ο καλός, ποιος θα
κλέψει; Έτσι;
Του
παράγγειλα και δεύτερο ούζο. Ένεκα που άξιζε τον κόπο…