Απόσπασμα από το "Έγκλημα και Τιμωρία"


“Μια πορεία προς τα μπρος
 (ή μια πρόοδος, που λένε)”

.... «Τα ‘χει μάθει όλα απέξω για να μας κάνει το σπουδαίο» είπε ξαφνικά ο Ρασκόλνικοφ.
«Είπατε τίποτα;» ρώτησε ο Πιοτρ Πέτροβιτς που δεν άκουσε καλά.
Αλλά δεν πήρε απάντηση.
«Όλα αυτά είναι πολύ σωστά» είπε ο Ζοσίμοβ επεμβαίνοντας βιαστικά.
«Δεν είναι έτσι;» συνέχισε ο Πιοτρ Πέτροβιτς ρίχνοντας ένα φιλικό βλέμμα προς τον Ζοσίμοβ. «Θα συμφωνείτε και σεις, φαντάζομαι» εξακολούθησε γυρίζοντας κατά τον Ραζουμίχιν. Στα λόγια του υπήρχε κιόλας κάποιος τόνος θριάμβου και παραλίγο να προσθέσει: «νεαρέ μου». «Πρέπει να παραδεχτείτε πως υπάρχει μια πορεία προς τα μπρος ή μια πρόοδος, όπως λένε, έστω και μόνο στον τομέα της επιστήμης και της οικονομίας».
«Κοινοτοπίες!»
«Όχι, δεν είναι κοινοτοπίες! Ως τώρα, λόγου χάρη, μου έλεγαν: “Αγάπα τον πλησίον σου”» εξακολούθησε ο Λούζιν, με άκαιρη ίσως βιασύνη. «Τον αγαπώ τον πλησίον μου, αλλά τι βγαίνει απ’ αυτό; Βγαίνει πως πρέπει να μοιραστώ μαζί του το παλτό μου κόβοντάς το στα δύο, οπότε θα μείνουμε κι οι δύο γυμνοί, γιατί καθώς λέει και η ρώσικη παροιμία: “Όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν”. Έρχεται, λοιπόν, η επιστήμη και σου λέει: “Αγάπα, πρώτα απ’ τους άλλους, τον εαυτό σου, γιατί όλα σ’ αυτό τον κόσμο στηρίζονται στο ατομικό συμφέρον. Αγαπώντας μονάχα τον εαυτό σου, θα κάνεις τις δουλειές σου όπως πρέπει και θα σου μείνει το παλτό σου ολόκληρο.” Η πολιτική οικονομία προσθέτει  πως όσο περισσότερες ατομικές επιχειρήσεις δημιουργούνται στην κοινωνία, με άλλα λόγια, όσο περισσότερα ολόκληρα παλτά βρίσκονται σ’ αυτήν, τόσο πιο στέρεα είναι τα θεμέλιά της και το κοινό έργο εμφανίζεται οργανωμένο κοινωνικά. Συνεπώς, αποκτώντας ένα αγαθό αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μου, το αποκτώ ταυτόχρονα και για όλους τους άλλους. Κι απ’ αυτό βγαίνει ότι ο πλησίον μου παίρνει από μένα κάτι παραπάνω από το μισό παλτό. Κι αυτό, όχι χάρη στην ιδιωτική και ατομική γενναιοδωρία, αλλά εξαιτίας της γενικής προόδου. Η ιδέα είναι απλή, δυστυχώς όμως άργησε ώσπου να βρει το δρόμο της. Και δε χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβουμε ότι…»
«Συγγνώμη» είπε ξερά ο Ραζουμίχιν διακόπτοντάς τον «επειδή κι εγώ επίσης δεν έχω πολύ μυαλό, ας σταματήσουμε εδώ. Αρχίζοντας αυτή τη συζήτηση, είχα ένα σκοπό. Όλη αυτή η φλυαρία, όλες αυτές οι αυτοπαρηγοριές και οι ατέλειωτες κοινοτοπίες μ’ έχουν αηδιάσει, τρία χρόνια τώρα, τόσο πολύ, ώστε κοκκινίζω όχι όταν μιλάω εγώ, αλλά κι όταν ακούω άλλους να μιλούν γι’ αυτά τα πράγματα. Φυσικά, εσείς νομίζετε πως θα ‘ταν πολύ καλό να μας επιδείξετε τις γνώσεις σας. Είναι πολύ ανθρώπινο και δε σας κατακρίνω γι’ αυτό. Ήθελα μόνο να μάθω, τι είδους άνθρωπος είσαστε, γιατί, ξέρετε, τώρα τελευταία άρχισαν να γίνονται ενθουσιώδεις οπαδοί της κοινής υποθέσεως πολλοί καταφερτζήδες. Και ό,τι κι αν άγγιξαν, το παραμόρφωσαν τόσο πολύ, που στο τέλος τα βρόμισαν όλα! Αρκετά λοιπόν!»
«Κύριε!» άρχισε να λέει με πληγωμένη αξιοπρέπεια ο Λούζιν. «Δε φαντάζομαι να θέλετε να πείτε πως εγώ…»
«Παρακαλώ, παρακαλώ… Πως θα μπορούσαα; Αρκετά όμως» απάντησε κοφτά ο Ραζουμίχιν.
Και συνέχισε απότομα την κουβέντα του με τον Ζοσίμοβ.
Ο Πιοτρ Πέτροβιτς είχε την εξυπνάδα να δεχτεί αμέσως την εξήγηση που του ‘δωσε ο Ραζουμίχιν. Εξάλλου, σκόπευε να φύγει σε δυο λεπτά.
«Ελπίζω» είπε γυρίζοντας κατά τον Ρασκόλνικοφ «ότι η σημερινή γνωριμία μας θα γίνει ακόμα στενότερη όταν θα σηκωθείτε, λόγω των περιστατικών που γνωρίζετε… Σας εύχομαι, κυρίως, καλήν ανάρρωσιν».
Ο Ρασκόλνικοφ ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Πιοτρ Πετρόβιτς ετοιμαζόταν να σηκωθεί.
«Σίγουρα κάποιος απ’ τους πελάτες της τη σκότωσε» είπε ο Ζοσίμοβ κατηγορηματικά.
«Ασφαλώς» παραδέχτηκε ο Ραζουμίχιν. «Ο Πορφύρης δεν λέει ποτέ τι σκέφτεται, ωστόσο, ανακρίνει όλους αυτούς που έβαζαν ενέχυρο στη γριά».
«Τους ανακρίνει;» ρώτησε ο Ρασκόλνικοφ πολύ δυνατά.
«Ναι, γιατί;»
«Και πως τους ξέρει;» ρώτησε ο Ζοσίμοβ.
«Ανέφερε μερικούς ο Κοχ. Τα ονόματα μερικών άλλων ήταν γραμμένα στα χαρτάκια που περιτύλιγαν τα αντικείμενα. Τέλος, είναι και μερικοί που πήγαν από μόνοι τους αμέσως μόλις το ‘μαθαν».
«Αυτός που το ‘κανε θα πρέπει να είναι μεγάλο μούτρο και πολύ έμπειρος. Τι κουράγιο που σου το ‘χε, ο παλιάνθρωπος. Τι αποφασιστικότητα!»
«Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει» απάντησε ο Ραζουμίχιν διακόπτοντάς τον. «Σ’ αυτό ακριβώς γελιόσαστε όλοι σας. Εγώ ισχυρίζομαι ότι ο δολοφόνος δεν είναι ούτε έμπειρος ούτε επιδέξιος και ότι, προφανέστατα, το έγκλημα αυτό είναι το πρώτο του. Υπόθεσε ότι πρόκειται για έναν ικανότατο παλιάνθρωπο, και θα δεις αμέσως πως όλα γίνονται απίθανα. Αν, αντίθετα, τον πάρεις για άπειρο, βγαίνει το συμπέρασμα  πως μονάχα η τύχη του τον γλίτωσε. Αλλά και τι δεν μπορεί να κάνει η τύχη; Να σκεφτείς μονάχα ότι δεν μπόρεσε, ίσως, να προβλέψει τα εμπόδια που θα του παρουσιάζονταν! Και πως την έκανε τη δουλειά; Παίρνει αντικείμενα που άξιζαν είκοσι ή τριάντα ρούβλια το καθένα, γεμίζει μ’ αυτά τις τσέπες του και ψάχνει στην κασέλα της γριάς, ανάμεσα στα κουρέλια, τη στιγμή που στο συρτάρι του κόμου βρίσκονταν ένα κουτί με χίλια πεντακόσια ρούβλια σε κέρματα- χώρια τα χαρτονομίσματα! Δεν ήξερε να κλέψει. Μόνο να σκοτώσει κατάφερε. Είναι αρχάριος, σου λέω, αρχάριος! Τα ‘χασε. Και τα κατάφερε να ξεφύγει όχι από δικούς του υπολογισμούς, αλλά εντελώς τυχαία».
«Μιλάτε ασφαλώς για την τελευταία δολοφονία εκείνης της γριάς χήρας δημοσίου υπαλλήλου;» ρώτησε ο Πιοτρ Πετρόβιτς γυρίζοντας κατά τον Ζοσίμοβ και θέλοντας να ανακατευτεί στη συζήτηση.
Είχε σηκωθεί κιόλας και κρατούσε στα χέρια του τα γάντια και το καπέλο του, αλλά προτού φύγει, ήθελε σώνει και καλά να πει ακόμα μερικά σοφά λόγια. Ήταν ολοφάνερο πως επιθυμούσε να τους αφήσει καλή εντύπωση και η ματαιοδοξία του κυριάρχησε στη λογική του.
«Ναι, ακούσατε τίποτα γιαυτό;»
«Και βέβαια άκουσα. Από τους γείτονες…»
«Ξέρετε τίποτα λεπτομέρειες;»
«Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω λεπτομέρειες, εκείνο όμως που μενδιαφέρει σαυτή την υπόθεση είναι τα παρεπόμενα, τουτέστιν το όλον πρόβλημα που τίθεται. Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι τα τελευταία πέντε χρόνια η εγκληματικότητα αυξάνεται συνεχώς στην κατώτερη τάξη. Αφήνω επίσης κατά μέρος τις λεηλασίες και τους εμπρησμούς που συνεχίζονται παντού αδιάκοπα. Εκείνο που μου φαίνεται πολύ παράξενο είναι ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται και στις ανώτερες σφαίρες με τον ίδιο ρυθμό, παράλληλα, να πούμε. Βλέπεις έναν πρώην φοιτητή που ληστεύει ταχυδρομικό αμάξι μες στο δημόσιο δρόμο. Παραπέρα, βλέπεις ανθρώπους με ιδέες προοδευτικές, ανθρώπους της καλύτερης κοινωνικής τάξεως, που τυπώνουν πλαστά χαρτονομίσματα! Στη Μόσχα, πάλι, βλέπεις και πιάνουν μια ολόκληρη συμμορία από παραχαράκτες που έφτιαχναν ομολογίες του τελευταίου δανείου. Ένας από τους κυριότερους ενόχους είναι καθηγητής της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλού πάλι σκοτώνουν ένα γραμματέα της πρεσβείας μας στο εξωτερικό, για να του κλέψουν τα λεφτά ή και γιάλλους λόγους, πιο μυστικούςΑν κι αυτή η γριά τοκογλύφος σκοτώθηκε από κάποιον που ανήκει στην ανώτερη τάξη- γιατί άνθρωποι του λαού, καθόσον ξέρω, δεν έχουν χρυσά αντικείμενα για να βάλουν ενέχυρο-, τότε πώς να εξηγήσουμε αυτή την αποχαλίνωση που ενδημεί σένα μεγάλο μέρος των πλέον καλλιεργημένων  μας στρωμάτων;»
«Πολύ συντελούν σαυτό οι οικονομικές αναστατώσεις» είπε ο Ζοσίμοβ.
«Πώς να το εξηγήσουμε;» έκανε ο Ραζουμίχιν. «Εξηγείται, απλούστατα, με τη μόνιμη απουσία κάθε πρακτικού πνεύματος στις οικονομικές μας σχέσεις».
«Τι θέλετε να πείτε δηλαδή
«Ξέρετε τι απάντησε εκείνος  ο καθηγητής που λέτε στη Μόσχα, όταν τον ρώτησαν γιατί παραχάραξε τις ομολογίες; Όλοι πλουτίζουν με κάθε μέσο! Ήθελα κι εγώ να πλουτίσω γρηγορότερα”. Δεν θυμάμαι αυτολεξεί τα λόγια του, αλλά η ουσία τους ήταν ότι ήθελε να κάνει γρήγορα περιουσία με ελάχιστα έξοδα και δίχως κόπο! Συνηθίσαμε να κάνουμε μια ζωή άνετη, να ζούμε εις βάρος των άλλων, να τρώμε μουσκεμένο παξιμάδι. Κι ύστερα, όταν έρθει η ώρα, ο καθένας δείχνει τι είναι ικανός να κάνει…»
« Και όμως η ηθική! Υπάρχουν και νόμοι…»
«Μα γιατί ανησυχείτε σεις;» είπε ο Ρασκόλνικοφ επεμβαίνοντας ξαφνικά. «Είναι η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας σας».
«Της θεωρίας μου;», είπε ο Πιοτρ Πέτροβιτς.
«Βγάλτε τα συμπεράσματα της αρχής που διακηρύξατε πριν από λίγο και θα δείτε πως απαυτήν βγαίνει ότι μπορούμε να στραγγαλίζουμε τους ανθρώπους». ....