Αποσπάσματα από το βιβλίο "Ο Καλλιτέχνης"
"Η ζωή, σαν καλάμι ποταμίσιο, κυλά… Φέρνει το κορμί της κύκλους. Γυρίζει απάνου-κάτω τους ορίζοντες. Ανοίγεται στα διάπλατα νερά, σ’ ένα ταξίδι ασταμάτητο, στη μοίρα αφημένο…
Και οι άνθρωποι μικροί, με μάτια ορθάνοιχτα, φοβισμένα και καρφωμένα στο θάνατο, απάνω στην κάλαμο ετούτη, κάθουνται. Με σφιχτά, χέρια και πόδια· μα και τρεμάμενα συνάμα.
Τη μία, είναι στεγνοί… Το απανοκόρμι τους στις ακτίνες του ήλιου ευφραίνεται και εκείνοι χαίρονται. Ευλογούνε το καλάμι. Είναι αισιόδοξοι. Ξαφνικά, όμως, θολώνουν και θαρρούν, πως η χαρά, η ευτυχία ετούτη που τους διακατείχε, μια ασήμαντη σπίθα ήταν· κάτι τιποτένιο. Και τότε μια φωτιά περιμένουν, μια βροντερή φωνή να τους προστάξει: «Τώρα μπορείς και είσαι ευτυχισμένος!» Ετούτη, όμως, η φωνή ποτέ δεν έρχεται…
Και την άλλη, γυρνά η κάλαμος, στο νερό τους βουτά, τους πνίγει. Όλοι απελπίζονται. Νοσταλγούν τον ήλιο. Γυρεύουν, το ανάλαφρο αγεράκι, που ποτέ δεν εκτίμησαν, να τους κτυπήσει πάλι το μέτωπο. Ελπίζουν, πάλι απάνω να βρεθούν· μα τίποτις. Ο κύκλος γίνεται αργά, δίχως να νοιάζεται τους πνιγμένους. Έτσι, λοιπόν, τα πλήθη, κάτι απ’ το χαμό να τους γλιτώσει ψάχνουν. Και τότε, η απελπισία φουντώνει, πλάθεται ο «Θεός»· όλα τα θεία. Γιατί, μόνο μες το νερό βυθισμένη διαμορφώνεται σύριζα η ανθρώπινη ψυχή. Σαν πηχτή λάσπη χτίζεται, παίρνει μορφή. Τότε είναι που κρίνεται και πρέπει να σταθεί γερά στα στιβαρά της πόδια. Να ορθώσει ανάστημα. Και περήφανη, με μάτια φλογερά, στη γραμμή του ορίζοντα να κοιτάξει και να φτάσει τον ήλιο. Να κυλήσει στο ταξίδι της ζωής ατάραχη, ήσυχη, δυνατή, Λέφτερη…"
Άλλο απόσπασμα:
"...Τόση ήταν η λαχτάρα, που ρωτούσα τους παλαιότερους. Πως βγαίνει τούτη η μουσική; Τι είναι; Πως μπορώ εγώ;
Άλλοι κουνούσαν αδιάφοροι την κεφαλή, και άλλοι βαριεστημένα απαντούσαν γεμάτοι ασάφειες. Κι εγώ στο μυστήριο απάνω, να λαχταρώ ακόμη περισσότερο!
Όλα, μέχρι τη μέρα που τόλμησα και ρώτησα ένα κοκκινοτρίχη, γεροδεμένο ναυτικό, τον καπετάνιο. Με κοίταξε με κακεντρέχεια, σούφρωσε τα χείλη και τα παχιά φρύδια, έτριψε τη γενειάδα του, μάζεψε την καράφλα και ύστερα είπε:
-Νέος είσαι ρε! Με τέτοια ασχολείσαι; Κοίτα να βρεις καμιά να στριμώξεις και άσε όλα τ’ άλλα σε μας τους γηραιότερους!
Έκαμε να φύγει. Τον άγγιξα στο μπράτσο. Τινάχτηκε.
-Τι έγινε, είπε εκνευρισμένος, δεν κατάλαβες;
-Κατάλαβα, μα εμένα η τέχνη μ’ αρέσει.
-Έτσι χαζός που είσαι… Τέλος πάντων… Ακολούθα!..."
