Εισαγωγή του “ΜΗΝ ΟΡΚΙΖΕΣΑΙ ΚΑΙ ΜΗΝ ΑΝΑΦΕΡΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΜΑΤΑΙΑ.”:

“Ήμουν γυμνός και καραφλός σε μια εκδήλωση.

Τα σερβίτσια σερβίρονταν ακόμα, όταν μπήκα στην αίθουσα. Στο τραπέζι ήταν απλωμένο ένα κάτασπρο τραπεζομάντιλο με δαντελίτσα στις γωνίες του και κάτι μπρούτζινα κηροπήγια είχαν, αναμμένα, μακριά κεράκια, άοσμα. Οι άντρες καλεσμένοι, με πουκάμισα, ζελέ στα μαλλιά και ύφος καχύποπτο κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και έκαναν μορφασμούς ομορφιάς. Οι γυναίκες είχαν λακ. Όλα ήταν τόσο όμορφα, μα τόσο άσκημα συνάμα, σαν τα κηροπήγια. Εγώ μπούκαρα γυμνός και φώναξα γιατί ήθελα την προσοχή τους. “Θεέ μου, τι θέαμα!”, συμφώνησαν όλοι. Περίμενα λίγο για την απάντηση του Κυρίου (να είμαστε και ευγενικοί), εκείνος όμως σιώπησε κι έτσι μετά συνέχισα.

-Σας καλωσορίζω κι εγώ με την σειρά μου, στα γενέθλια του αφεντικού μου!”…




Εισαγωγή του “Ου Φονεύσις”:

“-Ζήτα συγχώρεση! Μόνο έτσι μπορεί να γλιτώσεις., είπε ο μοναχός.

-Να γλιτώσω; , ρωτά ο περίεργος τύπος ξύνοντας το μουστάκι του.

-Κανείς δεν γλιτώνει απ’ το κυνήγι του υποσυνείδητου.

Μα είναι αλήθεια. Η φύση μας γαλουχεί, μας ξεκινά για τη ζωή. Άρρωστες στιγμές έρχονται και παρέρχονται. Εκείνο το πρωινό στο ξομολογιτήρι του μοναχού η σιωπή βασανιστικά ψηλαφούσε την ατμόσφαιρα. Είχαν περάσει τρεις ώρες, απ’ όταν πέρασε το κατώφλι στο κελί ο Χάρης. Μπήκε μέσα σχεδόν κυνηγημένος. Ο Χάρης ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, λιγνός, ρακένδυτος και λευκός σαν το πανί. Στο κέντρο του προσώπου του ξεχώριζες ένα μουστάκι παχύ, λιγδιασμένο που προκαλούσε μια αίσθηση επιβλητικότητας. Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το μυαλό του ήταν κοφτερό κι ανήσυχο. Είχε καιρό να δει το φως του ήλιου. Εκείνη την ημέρα δεν κοιμήθηκε ούτε δεύτερο και φαινόταν εξουθενωμένος. Να πως ξεκίνησαν όλα.”…