Ιστορία χωρίς Σάλτσες


-Όχι, Όχι γράψε λάθος..., είπε ο συγγραφέας.
Η δαχτυλογράφος σταμάτησε τον κοίταξε χωρίς να πει λέξη κι έπειτα χτύπησε στην γραφομηχανή ´´ ΛΑΘΟΣ´´.
  -  Δεν είναι αστείο., είπε ο συγγραφέας.
  -  Κι όμως είναι. Τρεις μέρες είμαστε εδώ μέσα και δεν έχεις καταφέρει να γράψεις ούτε πέντε σελίδες., είπε χαμογελώντας φαρμακερά η κοπέλα.
 Πράγματι, ήταν η τρίτη μέρα που δούλευαν σχεδόν σερί, μέσα στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα του μικρού σκονισμένου γραφείου. Άναψαν τσιγάρο.
  -  Δεν ξέρω ρε γαμώτο, η καλύτερη ιδέα μου τις τελευταίες μέρες είναι η σάλτσα που έφτιαξα για τα μακαρόνια σήμερα., είπε ο συγγραφέας και την κοίταξε με παράπονο.
  -  Τρώγε μακαρόνια τότε, μέχρι να σου έρθει κάποια καλή ιδέα.
  -  Αυτό κάνω. Το νιώθω ότι θα έρθει η ιδέα, αλλά δεν ξέρω πότε.
  -  Δεν υπάρχει λόγος να πιέζεις την κατάσταση, απλά χώνεψε το.
  -  Το ξέρω ότι γράφουμε άσκοπα.
  -  Πραγματικά χωρίς λόγο., συμπλήρωσε η μικρή.
Ο άντρας σηκώθηκε έριξε τη στάχτη στο πάτωμα και γύρισε την πλάτη του. Η κοπέλα συνέχισε σαν να μονολογεί:
  -  Γενικότερα εσείς οι συγγραφείς γράφετε άσκοπα... Τα γράμματα, οι σελίδες πραγματικά δεν χρησιμεύουν πουθενά. Γι´ αυτό όλοι την έχετε ακούσει γενικότερα. Πλάθετε κόσμους μέρα νύχτα στο μυαλό σας, στο χαρτί παντού και στο τέλος καταλήγετε κι εσείς να είστε μπλεγμένοι σε ένα τέτοιο κόσμο που πλάσατε στο μυαλό σας. Κατά κύριο λόγο τίποτα απ´ όλα αυτά δεν έχουν ουσία και παρόλα αυτά οι πνευματικοί παίρνουν πάντα τα περισσότερα εύσημα απ´ όλους. Τυραννιέστε, περιπλανιέστε γιατί; Για ένα σκοπό που δεν αλλάζει τίποτα. Είστε ματαιόδοξοι. Γι αυτό εγώ προτιμώ τους πιο πρακτικούς ανθρώπους, το αγόρι μου, οι φίλοι μου, όλος ο κύκλος μου είναι άτομα που δεν εθελοτυφλούν. Είναι ρεαλιστές.
Ο συγγραφέας παρέμεινε σιωπηλός. Η δαχτυλογράφος κατάλαβε πως ίσως το παράκανε.
  -  Έχεις δίκιο., είπε ο συγγραφέας. Μ´ αρέσουν οι απόψεις σου. Ίσως γράψω κάτι και για σένα. Ίσως σε εντάξω, όπως είπες κι εσύ, στον κόσμο που έχουμε πλάσει οι παραπλανημένοι συγγραφείς.
  -  Αλήθεια; Ενδιαφέρον..., είπε η κοπέλα και άστραψαν τα μάτια της. Αν και ναι, όπως σου είπα είναι μάταιο...
Κοιτάχτηκαν.
  -  Ναι. Το κατάλαβα. Προς το παρόν τι να γράψω;
  -  Μια ιστορία που δεν έχεις ιδέες. 
Ο συγγραφέας χαμογέλασε.
  -  Σε έχω ζαλίσει έτσι;
Η δαχτυλογράφος του έπιασε το χέρι.
  -  Πολύ.

 Πήραν τα παλτά τους και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Έξω χειμώνας και μέσα τα χειρόγραφα και τα τσιγάρα μισοσβησμένα. Πολλά έγιναν έπειτα εκείνο το βράδυ. Μπορεί να κατέληξαν στο λιμανάκι της πόλης, μπορεί να μίλησαν κάτω από το σκοτεινό συννεφιασμένο ουρανό, μπορεί να φιλήθηκαν, μπορεί να ερωτεύθηκαν, μπορεί αυτή να ήταν η νύχτα που η κοπέλα άφησε το κόσμο των ρεαλιστών και να έπλασε τον κόσμο που είναι καθαρά στο μυαλό της. Κατά κύριο όμως λόγο τίποτα απ´ όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Δεν αλλάζει κάτι. Στο μάταιο κόσμο του συγγραφέα και οι δυο τους... ΛΑΘΟΣ.

Πραξιτέλης Πολλάκης