Ν. Τσιφόρος-Κόσμος και Κοσμάκης




Με δόσεις...



Μέσα στην βιτρίνα αναπαύεται το εμπόρευμα. Έξω από τη βιτρίνα υπάρχει το ανθρωπάριον. Μέσα στη βιτρίνα υπάρχει άφθονος λευκός φωτισμός, από σωληνωτές λάμπες φθορίου. Έξω από την βιτρίνα, υπάρχει κρύο και ημίφως, από κείνο το ημίγως που εξευτελίζει τους Δημοτικούς συμβούλους κι μεγαλώνει τις πονηρές σκέψεις. Λέει το ανθρωπάριον, στεγνόν ως κορινθιακή σταφίς και ασήμαντον ως μεταχειρισμένον σπιρτόξυλον:
-Για δες, κύριε! Όλα τα πουλάνε με δόσεις.
-Είναι το νέον είδος εμπορίου.
Αποφαίνεται το ανθρωπάριον.
-Ηλίθιον.
-Γιατί;
Προχωρεί πάνω στις υπόπτου στερεότητος πλάκες του πεζοδρομίου, που αναστενάζουνε από το βάρος του. Λάσπες και βρωμόνερα.
-Εγώ, κύριε, δουλεύω στο γκάζι. Χρόνια εισοσιτέσσερα. Διορισμένος επί Σπύρου Μερκούρη, αν θυμάσαι, και Θεός σχωρέσ' τον.
-Θυμάμαι.
-Λεβεντάνθρωπος. Με διόρισε, το λοιπόν. Πάει μοναχός του, κοτζάμου Δήμαρχος, με ολάκερη πλατεία στο καβουράκι του. Λέει: “Έχουτε ανάγκη από υπάλληλο;” Δεν είχανε. Λέει: “Να τον πάρετε”. Με πήρανε. Περάσανε χρόνια, πέθανε ο Σπύρος ο Μερκούρης, έμεινα εγώ...
-Καλά. Τι σχέση έχει ο Μερκούρης...
-Θεός σχωρέσ' τον...
-Σύμφωνοι... με τις δόσεις;
-Τότες, που διορίστηκα... ο Σπύρος ο Μερκούρης σου το 'πα;
-Ναι. Θεός σχωρέσ' τον.
-Τότες, λοιπόν, δεν ξέραμ' αυτά. Ήθελες ένα παντελόνι, ήθελες κανέλα, ήθελες ένα σουρωτήρι, μάζευες το παραδάκι, έμπαινες σ' ένα μαγαζί. Πόσα; Τόσα. Πάρ' τα. Φέρ' τα. Το 'παιρνες, το φόραγες, το 'τρωγες, σούρωνες τα μακαρόνια σου, το 'σπαζες στο κεφάλι της πεθεράς σου, πλερωμένο το 'χες...
-Το κεφάλι;
-Όχι, το σουρωτήρι, ό,τι γουστάριζες το 'κανες. Σήμερον, παίρνεις, ας πούμε, ένα ραδιόφωνο. Υπογράφεις, το λοιπόν, χαρτιά και πας κάθε μήνα χαράτσι. Δεν πλέρωσες στο μήνα; Σ' το πήρανε πίσω.
-Έτσι είναι.
-Καθ' ολοκληρίαν. Διότι πρώτον με την προκαταβολή που του μετράς, πάει αυτός, το 'βγαλε το κόστος. Δίνεις, λοιπόν, εσύ το αίμα της καρδιάς σου, να πλερώσεις τα κερατιάτικα, να μεγαλώσει αυτός το μαγαζί του. Καλώς. Κι ύστερα μένει η τελευταία δόση, πενήντα χιλιάδες και πες κάτι σου 'τυχε, πάει το 'χασες το ραδιόφωνο. Είναι βιολί αυτό;
-Τότε ν' αγοράζεις τοις μετρητοίς.
-Με τι; Με κουρκουμπίνια; Άκουσε να μάθεις τι έπαθα. Εγώ διορίστηκα στο γκάζι, επί Σπύρου Μερκούρη.
-Το 'παμ' αυτό.
-Α ναι, Θεός σχωρέσ' τον! Παντρεύτηκα, το λοιπόν, είπα να ανοίξω κι εγώ σπίτι. Βρίσκω μια κοπέλα, Ζενοβία, από καλό σπίτι, χασάπης ο πατέρας της, μορφωμένη κιόλας, είχε βγάλει την πρώτη Ελληνικού, έπαιζε και μαντολίνο.
-Μπράβο. Καλή νύφη!
-Άλλο πράμα. Λαχείο. Κι εγώ καλός, διορισμένος, ο Σπύρος ο Μερ...
-Πάλι;
-Α ναι. Την παίρνω. Ωραία περνάγαμε, φτωχικά, είχαμε και χαλάκι πλάι στο κρεβάτι. Έρχονται οι δόσεις. Μου κολλάει η Ζενοβία. “Πρέπει να φτιάξουμε Τρύφων τι σπίτι, να 'ρχεται και κανάς άνθρωπος”. “Τι να τον κάνεις τον άνθρωπο;” “Να 'ρχεται. Είδες για να 'χεις σκέσεις σε διορίσανε στο γκάζι”. Γιατί στο γκάζι με διόρισε...
-... Ο Σπύρος ο Μερκούρης. Μ' έσκασες.
-Ά, σ' το 'πα; Λέει, λοιπόν, η Ζενοβία. “Να πάρουμε έπιπλα, ευκολία είναι”. Παίρνουμε έπιπλα, καθόμαστ' απάνου, βγαίνει ο μήνας, μπαίνει ο εισπράχτορας. “Τη δόση, παρακαλώ”. Δίνω τη δόση, μετράω τα ρέστα. “Τι τρώνε τώρα;” τη ρωτάω τη Ζενοβία. “Τους καπλαμάδες;” “Ε! Θα κάνουμ' οικονομία”, λέει η Ζενοβία. Αρχίζουμε τις οικονομίες, εν' αυγό στα τέσσερα, γίνουμ' εγώ, που πάγαινα να βγάλω φωτογραφία κι έβγαινε ακτινογραφία. Λέει η Ζενοβία: “Είναι όμως τρέλα το σπιτάκι μας”. Τι να το κάνεις; Τρέλα ήτανε, αλλά κόντευε να μου γίνει τάφος.
-Δεν ξοφλήσατε, τέλος πάντων;
-Ξοφλήσαμε; Αμ' εμείς μόλις αρχίσαμε. Τελειώνουμε τα έπιπλα, αρχίζουνε τ' άλλα. Μπαίνει ψυγείο, μπαίνει σίδερο, μπαίνει ραδιόφωνο, μπαίνουνε ζουγραφιές, μπαίνει ξυπνητήρι, μπαίνουνε κουζινικά, μπαίνουνε ρούχα, μπαίνει ραπτομηχανή, μπαίνει ο διάολος τον πατέρα του. Κάθουμαι κάτου, κύριε, και τα λογαριάζω. Πόσα χρωστάω;
-Πόσα;
-Να δουλεύω τρεις χιλιάδες διακόσους μήνους για να τα ξοφλήσω. Βάλε τώρα με το νου σου δώδεκα μήνους ο χρόνος, θέλω κάπου διακόσα εξήντα εφτάμισι χρόνια, να φέρω τις άκρες. Γιατί εγώ, όταν διορίστηκα στο γκάζι, ο μακαρίτης ο Σπύρος ο Μερκούρης, δηλαδή...
Κι έλεγε, κι έλεγε... τζάμπα. Ήτανε το μόνο είδος που δεν μεταχειριζότανε με δόσεις...