Κουβέντα ενός Μεθυσμένου με ένα νηφάλιο Διάβολο
Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
Ο παλιός υπάλληλος της επιμελητείας, πρώην κολεγιακός γραμματέας(1) Λαχμάτοφ, καθόταν στο τραπέζι του σπιτιού του και, ενώ κατέβαζε το δέκατο έκτο ποτήρι, έκανε συλλογισμούς περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης. Ξάφνου πίσω από τη λάμπα τον κοίταξε ο διάβολος. Μη φοβάστε όμως, αγαπητή αναγνώστρια. Ξέρετε τι θα πει διάβολος; Είναι ένας νεαρός με ευχάριστο παρουσιαστικό, με μούτρο μαύρο όπως οι μπότες, και κόκκινα, εκφραστικά μάτια. Στο κεφάλι του, κι ας μην είναι παντρεμένος, έχει κερατάκια... Είναι χτενισμένος αλά Καπούλ(2). Το κορμί του είναι σκεπασμένο με πράσινες τρίχες και μυρίζει σκυλίλα. Πίσω από την πλάτη του πάει κι έρχεται μια ουρά με μυτερή απόληξη. Αντί για δάχτυλα έχει νύχια, αντί για πόδια οπλές αλόγου. Ο Λαχμάτοφ είδε τον διάβολο, σάστισε λιγάκι, μετά όμως όταν θυμήθηκε ότι οι πράσινοι διάβολοι έχουν τη βλακώδη συνήθεια να εμφανίζονται σε όλους γενικά τους μεθυσμένους, σύντομα ηρέμησε.
“Με ποιον έχω την τιμή να ομιλώ;” απευθύνθηκε στον απρόσκλητο επισκέπτη.
Ο διάβολος τα έχασε και χαμήλωσε τα ματάκια του.
“Μην ντρέπεστε” συνέχισε ο Λαχμάτοφ. “Ελάτε πιο κοντά... Εγώ είμαι άνθρωπος χωρίς προκαταλήψεις, και μπορείτε να μιλήσετε μαζί μου ειλικρινά... από καρδιάς... Ποιος είστε;”
Αναποφάσιστος ο διάβολος πλησίασε τον Λαχμάτοφ και, βάζοντας την ουρά κάτω από τα σκέλια, έκανε μια ευγενική υπόκλιση.
“Είμαι διάβολος” συστήθηκε. “Είμαι υπάλληλος ειδικών αποστολών στο γραφείο της Εξοχότητας του, του διευθυντή της Καγκελαρίας της κόλασης κυρίου Σατανά!”
“Το άκουσα, το άκουσα... Χάρηκα πολύ. Καθίστε! Μήπως θέλετε λίγη βότκα; Χάρηκα πολύ... Και με τι ασχολείσθε;”
Ο διάβολος σάστισε ακόμα περισσότερο.
“Για να ακριβολογώ, δεν έχω συγκεκριμένη εργασία...” απάντησε βήχοντας αμήχανος και φυσώντας τη μύτη του σε μια σελίδα του περιοδικού Ρέμπους(3). “Παλια, όντως, είχαμε δουλειά... Βάζαμε σε πειρασμό ανθρώπους... Τους παρασύραμε από την οδό της αρετής για να τους οδηγήσουμε στην οδό της κακίας... Τώρα όμως αυτή η δουλειά, entre nous soit dit(4), δεν αξίζει ούτε δεκάρα τσακιστή... Η οδός της αρετής δεν υπάρχει πια, κι έτσι δεν έχεις από πού να παρασύρεις ανθρώπους... Αφήστε που οι άνθρωποι γίνανε πιο πονηροί από μας... Πως να δελεάσεις έναν άνθρωπο που στο πανεπιστήμιο σπούδασε όλες τις επιστήμες, κι είδαν τα μάτια του πράματα και θάματα! Πως μπορώ εγώ να σας μάθω να κλέβετε ένα ρούβλι, αν εσείς, χωρίς τη δική μου τη βοήθεια έχετε κιόλας σουφρώσει κάτι χιλιάδες ρούβλια;”
“Έτσι είναι... Εσείς, όμως δεν ασχολείσθε με τίποτα;”
“Ναι... Η προηγούμενη δουλειά μας ίσως τώρα να είναι μονάχα τιμητική, εμείς πάντως εξακολουθούμε να έχουμε δουλειά... Βάζουμε σε πειρασμό κυρίες περιωπής, κάνουμε τους νεαρούς να γράφουν στίχους, αναγκάζουμε τους μεθυσμένους εμπόρους να σπάνε καθρέφτες... Στην πολιτική όμως, στη λογοτεχνία και στην επιστήμη πάει καιρός που δεν ανακατευόμαστε πια. Ούτε που το σκεφτόμαστε... Πολλοί από εμάς συνεργαζόμαστε με το Ρέμπους, υπάρχουν μάλιστα και κάποιοι οι οποίοι εγκατέλειψαν την Κόλαση και προσχώρησαν στους ανθρώπους. Αυτοί οι αποστρατευμένοι διάβολοι που έγιναν άνθρωποι παντρεύτηκαν πλούσιες εμπόρισσες και τώρα την περνάνε μια χαρά. Κάποιοι απ' αυτούς ασχολούνται με τη δικηγορία, άλλοι εκδίδουν εφημερίδες, γενικώς είναι πολυάσχολοι και αξιοσέβαστοι άνθρωποι!”
“Συγχωρήστε με για την αδιάκριτη ερώτηση, αλλά εσείς τι μισθό παίρνεται;”
“ Η θέση μας είναι ίδια όπως παλιά” αποκρίθηκε ο διάβολος. “Το καθεστώς δεν άλλαξε διόλου... Έχουμε όπως και πριν διαμέρισμα, φως και θέρμανση από το κράτος... Μισθό δεν παίρνουμε, επειδή μας θεωρούν εθελοντές και επειδή το να είσαι διάβολος θεωρείται τιμητική θέση... Γενικά, για να είμαι ειλικρινής, δεν ζούμε άνετα, ακόμα κι αν βγούμε στη ζητιανιά... Να 'ναι καλά οι άνθρωποι, που μας έμαθα
ν να παίρνουμε μίζες, ειδάλλως θα τα 'χαμε τινάξει από καιρό... Ζούμε μόνο με τις αποδοχές μας... Βγάζουμε κάτι προμήθειες στους αμαρτωλούς, ε... παίρνουμε και καμιά μίζα για πάρτη μας... Ο Σατανάς γέρασε, όλο ταξιδάκια κάνει για να πάει να δει την Τσούκι(5), τι απολογισμό να περιμένεις τώρα απ' αυτόν...”
Ο Λαχμάτοφ κέρασε τον διάβολο ένα ποτήρι βότκα. Εκείνος το ήπιε και του λύθηκε η γλώσσα. Του αφηγήθηκε όλα τα μυστικά της κόλασης, του άνοιξε την ψυχή του, τον πήρανε τα κλάματα, και τόσο πολύ του άρεσε στον Λαχμάτοφ, ώστε του επέτρεψε να περάσει τη νύχτα στο σπίτι του. Ο διάολος κοιμήθηκε πλάι στη σόμπα, κι ολονυχτίς παραμιλούσε. Τα χαράματα έγινε άφαντος.
περιοδικό Θραύσματα, 1886
(1) Ο βαθμός του κολεγιακού γραμματέα αντιστοιχούσε στον 8ο βαθμό της 14βαθμης δημοσιοϋπαλληλικής κλίμακας της τσαρικής Ρωσίας.
(2) Βίκτορ Καπούλ (1839-1924): Γάλλος τενόρος. Σ' αυτόν οφείλεται το ανδρικό χτένισμα αλά Καπούλ, με τα μαλλιά να πέφτουν σχηματίζοντας μπούκλες στα μέτωπα των κομψών κυρίων.
(3) Περιοδικό ποικίλης ύλης, το οποίο κυκλοφορούσε στην Πετρούπολη κατά το διάστημα 1871-1918
(4) γαλλ. Μεταξύ μας.
(5) Τσούκι Βιρτζίνια (1857-1930): Διάσημη Ιταλίδα μπαλαρίνα, η οποία γοήτευσε τους Ρώσους όταν το 1885 επισκέφθηκε με τον θίασό της τη Ρωσία.