Α. Καρκαβίτσας
Λόγια της Πλώρης (Απόσπασμα)
...Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο. Θηρίο γίνεται·
χωρίς να θέλει αφρίζει· χωρίς να σκεφτεί δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον
φαντάζεται άνθρωπο, δράκο, και γυρεύει να μετρηθεί μαζί του. Νομίζει πως
τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου.
Τον βρίζει-και βλέπει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή. Τον
φτει-και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα στο πρόσωπο. Δίνει γροθιά
στη γροθιά, κλοτσιά στην κλοτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλεύει με τα
χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα
νύχια. Γύρω το σώμα του νιώθει να φυτρώνουν τόσες δυνάμεις, που απορεί
πως δεν τις ήξερε πριν. Τον σπρώχνει από δω, από κει τον ξεσχίζει, αλλού
τον στραγγαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνει το αίμα του, τα κοψίδια
να κρέμονται στα δάχτυλά του σπαρταριστά, και κείνος όλο φυσά κι όλο
θυμώνει κι αντρειεύεται.
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν κι εγώ. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν-Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει τον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε, που δεν γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια μας, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ´ ανάσκελα στην κουβέρτα.
"Μωρέ σκυλί" του φωνάζει ο καπετάν-Μπισμάνης, "τί κάνεις;"
"Δε μπορώ πια".
"Μωρέ, θα χαθούμε! Εδώ έχουμε τ´ ς ελπίδες μας".
"Ας χαθούμε! Έτσι κι έτσι, θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα' κάλλιο μια ώρ´ αρχύτερα. Λύθηκα…"
Αλήθεια' όλοι ήμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου, όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμεναν· ούτε ν´ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν κι γώ να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
"Πανί παιδιά! Ένα πανί!"
"Ένα πανί!" φωνάζω χωρίς όμως να ιδώ τίποτα...
Σε τέτοια θέση τώρα ήμουν κι εγώ. Όλη νύχτα πάλευα με τις τρόμπες και ούτε κόπο κατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε τίποτα. Πείσμα μόνο φοβερό. Πατούσα την τρόμπα και νόμιζα πως έβγαινε άμπουλας το νερό. Μόλις όμως πλάκωσε η μέρα, κόπηκαν τα ήπατά μου. Ο καπετάν-Πήλιουρης, που λένε οι Κρανιδιώτες πως βγήκε από τον τάφο και γυρίζει τον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη δική μας κατάντια. Φουσκώσαμε και μαυρίσαμε, που δεν γνώριζε ο ένας τον άλλο! Τα μαλλιά μας, τα μουστάκια μας, τα γένια σκλήρυναν σαν αγκάθια. Τα μάτια, χωμένα στα πυκνά ματόφρυδα, έχασκαν σαν άσπρα σαλιγκάρια. Όσο για το μπάρκο, το μισό απόμενε. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, ούτε ξάρτια, ούτε πανιά ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το όκιο έχασκε πάντα να καταπιεί τα πέλαγα. Πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, ο αξιότερος και πιο χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και ξαπλώνεται τ´ ανάσκελα στην κουβέρτα.
"Μωρέ σκυλί" του φωνάζει ο καπετάν-Μπισμάνης, "τί κάνεις;"
"Δε μπορώ πια".
"Μωρέ, θα χαθούμε! Εδώ έχουμε τ´ ς ελπίδες μας".
"Ας χαθούμε! Έτσι κι έτσι, θα μας φάει που θα μας φάει το κύμα' κάλλιο μια ώρ´ αρχύτερα. Λύθηκα…"
Αλήθεια' όλοι ήμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν· τα δάχτυλά μου, όπως ήταν κλεισμένα στο σίδερο, έτσι έμεναν· ούτε ν´ ανοίξουν, ούτε να κλείσουν περισσότερο μπορούσαν. Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα, ήθελα άλλον να με τραβά από πίσω για να σηκωθώ. Έτοιμος ήμουν κι γώ να την παρατήσω. Αλλά στην ώρα ακούω το ναύκληρο να φωνάζει από την πλώρη:
"Πανί παιδιά! Ένα πανί!"
"Ένα πανί!" φωνάζω χωρίς όμως να ιδώ τίποτα...
