"Δεν υπάρχει πιο άγριο θηρίο από τον άνθρωπο, όταν κατέχει δύναμη ίση με τα πάθη του." Πλούταρχος (47-120μ.Χ)
Ο Προφήτης (απόσπασμα)
Από τον Friedrich (Wilhelm) Nietzche
-Κι είδα μια πολύ μεγάλη θλίψη να ´ρχεται πάνω στο ανθρώπινο γένος. Οι καλύτεροι είχαν βαρεθεί από τα έργα τους.
Μια διδασκαλία απλώθηκε, μια πίστη έτρεξε πλάι της: Όλα είναι άδεια, όλα είναι ένα, όλα είναι παρελθόν!
Κι από κάθε λόφο αντήχησε: όλα είναι άδεια, όλα είναι ένα, όλα είναι παρελθόν!
Είν´ αλήθεια ότι μαζέψαμε τον καρπό: μα γιατί όλοι οι καρποί σάπισαν και
σταφίδιασαν; Τι ήταν αυτό που έπεσε από το διεφθαρμένο φεγγάρι χθες το
βράδυ;
Όλο το έργο μας στάθηκε μάταιο, το κρασί μας γίνηκε δηλητήριο και το κακό μάτι ξέρανε τα χωράφια μας και μάρανε τις καρδιές μας.
Όλοι μας στεγνώσαμε, κι αν πέσει πάνω μας καμιά φωτιά θα σκορπίσουμε
όλοι σαν στάχτες-ναι, αλλ´ ακόμη και τη φωτιά την έχουμε κουράσει.
Και οι πηγές μας στέρεψαν, ακόμη κι η θάλασσα κατακάθισε κι
αποτραβήχτηκε. Η γη θέλει ν´ ανοίξει στα δύο, αλλά τα βάθη δε θα μας
καταβροχθίσουν!
Αλίμονο που να βρίσκεται τώρα μια θάλασσα οπου θα μπορούσαμε να
πνιγούμε-έτσι είναι που αντηχούν οι θρήνοι μας μεσ´ από τους ρηχούς μας
βάλτους.
Αληθινά σας λέω, έχουμε κουραστεί πολύ ακόμη και για να πεθάνουμε, τώρα είμαστε ακόμη ξύπνιοι και ζούμε-μέσα σε ταφόπλακες.
Η Γερμανική εκδοχή του αποσπάσματος:
Der Wahrsager
´´-und ich sahe eine grosse Traurigkeit über die Menschen kommen. Die Besten warden uhrer Werke müde.
Eine Lehre ergieng, ein Glauben lief neben ihr: ´ Alles ist leer. Alles ist gleich. Alles war!´
Und von allen Hügeln klaug es wieder. ´ Alles ist leer. Alles ist gleich. Alles war!´
Wohl haben wir geerntet: aber warum wurden alle Früchte uns faul und
braun? Was fiel vom bösen Monde bei der lezten Nacht hernieder?
Umsonst was alle Arbeit, Gift ist unser Wein geworden, böser Blick sengte unsre felder und Herzen gelb.
Trocken wurden wir Alle; und fällt Feuer auf uns, so stäuben wir der Asche gleich- ja das Feuer selber machten wir müde.
Alle Brunnen versiegten uns, auch das Meer wich zurück. Alles Grund will reissen, aber die Tiefe nicht schlingen!
´ Ach, wo ist noch ein Meer, in dem man ertrinken könnte´ : so klingt unsre Klage-hinweg über flache Sümpfe.
Wahrlich, zum Serben wurden wir schon, zu müde; nun wachen wir noch und leben fort-in Grabkammern!´´