Πραξιτέλης Πολλάκης
Η Τηλεόραση
“-Εσύ, άνθρωπέ μου, είσαι κουφιοκέφαλος!”,
ακούστηκε μια φωνή.
Δωμάτιο μικρό, βρώμικο και σκοτεινό.
Κάποιο φως τρεμόπαιζε σε γοργούς ρυθμούς,
άλλαζε χρώμα, παιχνίδιζε ρίχνοντας μια
δεσμίδα του σε ένα μόνο σημείο. Ετούτο
ξεχώριζε κανείς: Τη μορφή ενός ανθρώπου
να κοιτά επίμονα τη λάμψη, μια σχισμένη
πολυθρόνα, που καθόταν, και το ξύλινο
παρκέ. Συνέχισε το πλαστικό κουτί να
φωτίζει.
“-Τι κοιτάς, κούφιο κεφάλι; Ψάχνεις
παρέα; Διασκέδαση; Κυλάνε τα λεπτά,
ιδρώνεις, τρως, αποκοιμιέσαι ομπρός
μου, είσαι παρακμή. Τι έκανες σήμερα;
Τίποτα. Τι θα κάνεις αύριο; Πάλι τίποτα.
Δε θα νικήσεις τη μοναξιά και τη δειλία
σου. Δεν ακούς, το ξέρω. Όμως, κάποιος
πρέπει να σε ξυπνήσει...”
Πίσω στο δωμάτιο η ανθρώπινη μορφή
ανασηκώθηκε στα μπράτσα του καθιστικού.
Γύρευε το τηλεκοντρόλ.
“-Δες τη μούρη σου στον καθρέπτη και
πες ότι κοιτάζεις εμένα. Θα γελούσες
αλήθεια... Δώσανε στη χούφτα σου λίγη
ελευθερία και πραγματικά πανικοβλήθηκες.
Ότι και να κάνω δεν αλλάζει κάτι.”
Η παλάμη κρατούσε το τηλεκοντρόλ και
γαργαλούσε ένα κουμπί.
“-Πάλι χάνω την ώρα μου κι εσύ τη δική
σου. Εσύ, όμως, καμώνεσαι πως έχεις και
ζωή, τρομάρα σου! Σε λυπάμαι. Τι να σου
πω;
-Τα κάλαντα;”, ακούστηκε μια άλλη φωνή.
Κι ύστερα μια πόρτα έκλεισε.
Στο δωμάτιο ο άνθρωπος γελούσε τρανταχτά.
Σίγουρα το ζευγάρι που τσακώνονταν στην
τηλεόραση ήτανε κοντά στο χωρισμό του.
Το γέλιο αντηχούσε ακόμα. Φοβερή σειρά.
Ήταν κωμωδία...
