Ο Χομπίστας και το Κουνάβι



Το γεγονός ότι ο Καλλιτέχνης στην εποχή μας θεωρείται χομπίστας είναι απάνθρωπο. Και ο άνθρωπος πολλές φορές θεωρείται απάνθρωπος. Συνεπώς πολλές φορές ο άνθρωπος δεν είναι ακριβώς άνθρωπος. Άρα τι είναι; Ας διαλέξουμε κουνάβι για να μπορούμε να κλείσουμε αυτή την πρόταση και τον παράλογο συλλογισμό.
Αυτό βέβαια είναι το λιγότερο, θα μου πεις, γλυκό μου κουνάβι. Θα μου πεις κι άλλα πολλά που ξέρεις και τα φωνάζεις επιδεικτικά όπου σταθείς κι όπου βρεθείς. Πάρα πολλά! “Η ζωή είναι μάταιη, η ζωή είναι ωραία, νιώθω θυμό, ντροπή, αγάπη, χαρά και δυστυχία...” Κι ο κατάλογος μακραίνει και μακραίνει, ώσπου φτάνεις να λες δυο μόνο κουβέντες κουρασμένος, σαν να τέλειωσε το λεξιλόγιο. Θα λεγε κανείς ότι καταλήγεις λακωνικός, σαν Σπαρτιάτης. Αλλά δεν είσαι Σπαρτιάτης μην ξεγελιέσαι και απλώνεις στη μούρη σου το χαμόγελο της Μόνα Λίζα. Δεν είναι σταράτες οι κουβέντες σου. Δεν πολεμάς εσύ. Κρύβεσαι πίσω από τα χαρακώματα και πετάς ντομάτες στα κρυφά στον αντίπαλο, ή περιμένεις οι άλλοι να βγάλουν το φίδι από την τρύπα ενώ εσύ υποτιμάς τη μάχη, σαν κοκόρι χωρίς λειρί.
Και το ζώο που διάλεξα δεν ήταν τυχαίο θαρρώ. Μην μπερδεύεσαι. Είσαι κουνάβι που κρύβει κοκόρι. Κοκόρι μάλιστα. Η περηφάνια είναι το μοναδικό σου μεγάλο αμάρτημα. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που θεωρείς ότι δεν είσαι αμαρτωλός και κουβαλάς τα υπόλοιπα από τα Επτά Αμαρτήματα με καμάρι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Με λάβαρο πάντα τη Λαγνεία. Μπράβο κουνάβι! Και βουρ μπροστά να καίμε τον κόσμο και να το χτενίζουμε!
Θα μου πεις, όμως, ότι είσαι διαφορετικό, ιδιαίτερο. Κι άλλες κουβέντες που λες και δεν το σκέφτεσαι αρκετά. Κρύβεσαι σε τόσους πολλούς ανθρώπους που νομίζω ότι ούτε αυτό μπορείς να το ισχυριστείς πια, καλό μου κουνάβι. Και κρυβόσουν και παλιότερα. Γι αυτό επαναλαμβάνεσαι σε αυτά που λες, στα συναισθήματα σου, σε αυτά που κάνεις. Τα 'χεις κάνει και παλιότερα. Ποτέ δεν σταμάτησες να ψάχνεις το ευκαιριακό, το εύκολο, το γρήγορο, το επιδεικτικό, τον κακό εγωισμό σου. Και πάντα θα φτύνεις αυτούς που σου το θύμισαν. Σ' αυτούς που προσπάθησαν να σε οπλίσουν με ανθρωπιά και γνώση. Σ' αυτούς που προσπάθησαν να σε κάνουν κάτι παραπάνω. Ο Σωκράτης, ο Νίτσε, ο Ντοστογιέφσκι, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπετόβεν, ο Βαν Γκογκ, κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί, δεν σου άξιζαν κουνάβι. Γιατί τους έφτυσες και σαν πέρασε ο καιρός, κρύφτηκες άλλου και φόρεσες σαν γούνα, σαν κεκτημένα σου, τα κεκτημένα τους.
Και χτίστηκε έτσι ο πολιτισμός σου. Και συνεχίζεις και σουλατσάρεις. Η βρώμικη παρουσία σου δεν λέει να εξαφανιστεί. Κάνεις κλίκες, ομαδοποιείς του ανθρώπους, κολλάς ταμπέλες, ακόμα και τον Μαρξ κατάφερες να τον κάνεις αρχιτσοπάνη σε μαντρί. Ή άλλες πάλι φορές, βάζεις πάνω απ' όλα το χρήμα, σβήνεις την καλοσύνη, τα θες όλα δικά σου. Κάνεις πόλεμο παντού και κρύβεις τα μούτρα σου πίσω από βαρέλια με μπαρούτι. Μάλλον, τα πυρπολείς γιατί διαφώνησες με τα άλλα κουνάβια. Φωνάζεις τις ανάγκες σου σαν τρελό. “ Οι ανάγκες μου! Η πείνα μου! Η δίψα μου! Το πουλί μου! Ο ύπνος μου! Θέλω αέρα! Αέρα!” Κι ας μην είχες έλλειψη ποτέ από αυτά. Ειδικά εσύ...
Ξέρω όμως ότι μπαίνεις στα μουλωχτά χρόνια τώρα στους ανθρώπους. Και αρουραίος είσαι, κουνάβι. Και δεν αφήνεις τον άνθρωπο με καθαρό μυαλό να χτίσει τα όνειρα του, τις ελπίδες του, τις σχέσεις του. Δε γουστάρεις την αρμονία και την πραγματική Δημιουργία. Δεν είσαι ολιγαρκής. Είπαμε θες πόλεμο. Όσο για την αγάπη; Λες ότι τη θες και την ψάχνεις κάθε μέρα αλλά πάλι σαν τυχοδιώκτης το κάνεις. Γιατί; Γιατί η αγάπη δεν είναι στραγάλια, να την μοιράζεις ή να την παίρνεις για ψύλλου πήδημα. Είναι δύσκολη και μην ξεχνάς ότι θες το εύκολο.
Μπορεί, όμως, άδικα να στα λέω όλα αυτά γιατί ίσως τα ξέρεις όσο κι αν η σκέψη σε ταράζει (και σε ταράζει πολύ η σκέψη). Γι' αυτό είσαι και μέσα στην δυστυχία. Ή ίσως γιατί δεν μπορείς να ικανοποιήσεις ποτέ τον τεράστιο εαυτούλη σου. Και μεταφέρεις την δυστυχία σου σε όλους τους ανθρώπους σαν αρρώστια. Αλλάζεις μάσκες συνέχεια, μα πάντα είσαι το ίδιο δυστυχισμένο, αξιολύπητο κουνάβι. Όταν, δε, κάνεις το κουλτουριάρικο κουνάβι, εκεί πραγματικά είσαι για κλάμματα. Ή ίσως και για γέλια. Δε γνωρίζω. Παρ' όλα αυτά, τίποτα, δε σε σταματάει!
Άδικα, λοιπόν, σου έκανα μια παρένθεση στην καθημερινότητα σου γιατί θα συνεχίσεις κανονικά. Άδικα σου τα γράφω ετούτα. Το πιο πιθανό είναι να μην τα διαβάσεις. Ή και αν τα διαβάσεις μπορεί να μου πεις ότι όλα αυτά σου θυμίζουν το “Άκου ανθρωπάκο” του Βίλχελμ. Πρώτον, σου είπα. Τους μεγάλους ανθρώπους μην τους πιάνεις στο στόμα σου. Δεύτερον, δεν με νοιάζουν οι γνώμες των κουναβιών. Και τρίτον, ακόμα και σε όλους τους ανθρώπους να κρύβεσαι σε μια γωνιά, ακόμα και σε μένα να βρίσκεσαι κάπου, όπου και να σαι, άρχισε να φοβάσαι.
 Να φοβάσαι όσους σε πήρανε χαμπάρι.

Πραξιτέλης Πολλάκης