Ν. Τσιφόρος- Ο κόσμος ο καλός




Στο Scripta το εύθυμο διήγημα του Ν. Τσιφόρου
Ο κόσμος ο καλός

Είναι δύο Γιώργηδες. Ο Γιώργης «ο βαρύς» και ο Γιώργος «ο αλαφρύς». Ο Γιώργης ο βαρύς, έχει υπόληψη και έχει δίψα. Θέλει να πιεί. Αλλά δεν υπάρχει, ούτε καπνιά. Λέει ο Γιώργης ο βαρύς:
-Φερ’ ένα ούζο!
Λέει ο αλαφρύς:
-Θα μ’ αφήσεις μια τζούρα;
Λέω εγώ:
-Τζούρα; Τι πα να πει;
Εξηγεί ο Γιώργης ο βαρύς:
-Τζούρα θα πει το ρέστο. Το υπόλοιπο. Λιγουλάκι, που λένε. Ένεκα που δεν κοτάς να γουστάρεις το ούζο σου. Πρέπει να πλακώσει ο μαχαλάς να γυρεύει τη ρέφα του. Ένεκα που τέτοιος είναι ο ντουνιάς. Πέφτουνε πατίρηδες και ζητάνε από τους έχοντες. Ένεκα που καλά λένε πως πάμε κατά διαόλου. Ένεκα που δεν έχει ρε συ τζούρα και μη μου γίνεσαι κολλητό γραμματόσημο!!
Ο Γιώργης ο βαρύς είναι αξιοσέβαστο πρόσωπο. Τον έχει πολύ εκτιμήσει «της Τρούμπας η κενωνία ολόκληρη». Στου δόχτορα μπαίνει, βγαίνει, διατάσσει. Ειν’ ο παράγων.
-Εγώ που με βλέπεις, καμαρώνει, βαστάω από σπίτι σκεπαστό.
Είν’ από σόι.
-Ένεκα που μικρός εγώ, ο γέρος βαστιότανε. Φτιάναμε, η γριά μου μελομακάρουνο και βασιλόπιτα, ξέρω και γαλλικά.
-Όχι δα!
-Αμέ. Ζε… μουά παρλέ φρανσαί, έξτρα πρίμα γκουτ! Ένεκα που ‘χα δασκάλα μικρός. Λε ζαρντέν ντε μα τάντ. Έχω τον της θείας μου. Τα θυμάμαι ξουράφι. Ολόκληρο>>