Ένα διήγημα του
Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ
Κουβέντα ενός Μεθυσμένου με ένα νηφάλιο Διάβολο

Ο παλιός υπάλληλος της επιμελητείας, πρώην κολεγιακός γραμματέας(1) Λαχμάτοφ, καθόταν στο τραπέζι του σπιτιού του και, ενώ κατέβαζε το δέκατο έκτο ποτήρι, έκανε συλλογισμούς περί ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης. Ξάφνου πίσω από τη λάμπα τον κοίταξε ο διάβολος. Μη φοβάστε όμως, αγαπητή αναγνώστρια. Ξέρετε τι θα πει διάβολος; Είναι ένας νεαρός με ευχάριστο παρουσιαστικό, με μούτρο μαύρο όπως οι μπότες, και κόκκινα, εκφραστικά μάτια. Στο κεφάλι του, κι ας μην είναι παντρεμένος, έχει κερατάκια... Είναι χτενισμένος αλά Καπούλ(2). Το κορμί του είναι σκεπασμένο με πράσινες τρίχες και μυρίζει σκυλίλα. Πίσω από την πλάτη του πάει κι έρχεται μια ουρά με μυτερή απόληξη. Αντί για δάχτυλα έχει νύχια, αντί για πόδια οπλές αλόγου. Ο Λαχμάτοφ είδε τον διάβολο, σάστισε λιγάκι, μετά όμως όταν θυμήθηκε ότι οι πράσινοι διάβολοι έχουν τη βλακώδη συνήθεια να εμφανίζονται σε όλους γενικά τους μεθυσμένους, σύντομα ηρέμησε.
“Με ποιον έχω την τιμή να ομιλώ;” απευθύνθηκε στον απρόσκλητο επισκέπτη."...